- μοιράζω
- μοίρασα, μοιράστηκα, μοιρασμένος1. χωρίζω κάτι σε μερίδια, τεμαχίζω, διανέμω, διαιρώ: Μοίρασε τη σούπα στα πιάτα.2. μτφ., σκορπίζω, σπαταλώ, παρέχω άφθονα: Μοιράζει φιλιά και χάδια σε πολλές γυναίκες.3. το μέσ., μοιράζομαι παίρνω το μερίδιο από διανομή: Μοιράστηκαν τα χρήματα από τη ληστεία της τράπεζας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.